ψύξει

ψύξει
ψύ̱ξει , ψύχω
Phdr..
aor subj act 3rd sg (epic)
ψύ̱ξει , ψύχω
Phdr..
fut ind mid 2nd sg
ψύ̱ξει , ψύχω
Phdr..
fut ind act 3rd sg
ψύ̱ξει , ψῦξις
a cooling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ψύ̱ξεϊ , ψῦξις
a cooling
fem dat sg (epic)
ψύ̱ξει , ψῦξις
a cooling
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 …   Dictionary of Greek

  • Νερνστ, Βάλτερ Χέρμαν — (Walther Hermann Nernst, Μπρίζεν Πρωσίας 1864 – Βερολίνο 1941). Γερμανός χημικός και φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, του Γκρατς και του Βίρτσμπουργκ, διετέλεσε επιμελητής φυσικοχημείας στη Λειψία, εργάστηκε αργότερα στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”